- αρεσιά
- η :
της αρεσιας μου (του) — в моём (его) вкусе, по моему (по его) вкусу, то что мне (ему) нравится;
αγοράζω παλτό της αρεσιας μου — покупать пальто на свой вкус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
της αρεσιας μου (του) — в моём (его) вкусе, по моему (по его) вкусу, то что мне (ему) нравится;
αγοράζω παλτό της αρεσιας μου — покупать пальто на свой вкус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρεσιά — αρεσιά, η και αρεσκιά, η αρέσκεια, ικανοποίηση, ευχαρίστηση, συνήθως στις φράσεις «της αρεσιάς ή αρεσκιάς μου, σου, του κτλ.»: Αυτά τα ρούχα δεν είναι της αρεσιάς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)